- τρίγωνος
- -η, -ο / τρίγωνος, -ον, ΝΜΑ1. αυτός που έχει τρεις γωνίες, τριγωνικός2. το ουδ. ως ουσ. βλ. τρίγωνονεοελλ.1. ονομασία διαφόρων ανατομικών στοιχείων λόγω τού σχήματός τους (α. «τρίγωνος μυς τών χειλέων» — μικρός δερματικός μυς τού προσώπουβ. «τρίγωνος στερνίτης μυς» — λεπτός αποπεπλατυσμένος μυς που βρίσκεται στην οπίσθια στερνοπλευρική επιφάνειαγ. «τρίγωνος χόνδρος» — ινοχόνδρινο πέταλο το οποίο εκτείνεται μεταξύ τής στυλοειδούς αποφύσεως τής ωλένης και τής κάτω αρθρικής επιφάνειας τής κερκίδας)2. το αρσ. ως ουσ. ο τρίγωνοςζωολ. γένος υμενόπτερων εντόμων, συνήθως πολύ μικρού μεγέθους, τα οποία ζουν στις θερμές περιοχές3. φρ. «τρίγωνα ιστία»ναυτ. ιστία τριγωνικού σχήματος τών οποίων η άνω μακριά πλευρά αγγίζει την κεραίααρχ.1. (για αριθμό) αυτός που αποτελείται από μονάδες οι οποίες μπορούν να τεθούν σε σχήμα ισόπλευρου τριγώνου, π.χ. 3.·., 6.·., και παριστάνονται με τον τύπο n(n + 1)/22. αστρολ. (για πλανήτη) αυτός που βρίσκεται στην κορυφή ισόπλευρου τριγώνου το οποίο σχηματίζεται από τον ίδιο και δύο άλλους λαμπρούς αστέρες γύρω από τα ζώδια3. το αρσ. ως ουσ. το μουσικό όργανο τρίγωνο4. (το θηλ. και σπαν. το αρσ. ως ουσ.) ἡ τρίγωνος και σπαν. ὁ τρίγωνοςονομασία καραμέλας.[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι-* + -γωνος (< γωνία), πρβλ. τετρά-γωνος].
Dictionary of Greek. 2013.